- πρόρριζον
- πρόρριζοςby the rootsmasc/fem acc sgπρόρριζοςby the rootsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόρριζος — η, ο / πρόρριζος, ον, ΝΑ 1. (για φυτά) αυτός που αποσπάστηκε μαζί με τη ρίζα του, σύρριζος 2. μτφ. αυτός που εκδιώχθηκε ολοκληρωτικά από κάπου (α. «ο μικρασιατικός ελληνισμός πρόρριζος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του» β. «Ζεύς σε...… … Dictionary of Greek
προσεδαφίζω — ΝΑ [ἐδαφίζω] νεοελλ. 1. φέρνω πτητική μηχανή ή διαστημικό όχημα στο έδαφος τής Γης ή άλλου πλανήτη («το διαστημόπλοιο προσεδαφίστηκε ομαλά στη Σελήνη») αρχ. 1. ρίχνω καταγής («λαῑλαψ πρόρριζον ἀνασπάσασα τῇ γῇ προσεδαφίζει», Ανών.) 2. φρ. «ὄφεων… … Dictionary of Greek
ՏԱԿԱԿՈՏՈՐ — ( ) NBH 2 0839 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա.մ. πρόρριζον radicitus. Զտակսն կամ զարմատսն կոտորելով. բնաջինջ. արմատախիլ. *Ապա եթէ անդէն ʼի նմին չարիս հաստատեալ կայցէք, արմատաքի տակակոտոր խլէ զծառն: Զանբժշկելի չարացն զարմատքս կենացն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)